Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑανός1
ἑανός2
ἔαξε
ἔαρ
ἔασι
ἔασκε
ἕαται
ἑάφθη
ἐάω
ἑάων
ἔβαλε
ἔβαν
ἑβδόματος
ἕβδομος
ἐβεβήκει
ἔβην
ἐβήσαμεν
ἐβήσετο
ἐβιώσαο
ἔβλαβεν
ἔβλητο
View word page
ἔβαλε

3 sing. aor. βάλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔβαλε
Headword (normalized):
ἔβαλε
Headword (normalized/stripped):
εβαλε
IDX:
2519
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2520
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. βάλλω.</p>'}