Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
ἄγαμος
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
View word page
ἄγαλμα

-ατος, τό

[ἀγάλλομαι.]

ShortDef

a glory, delight, honour; a cult statue

Debugging

Headword:
ἄγαλμα
Headword (normalized):
ἄγαλμα
Headword (normalized/stripped):
αγαλμα
IDX:
24
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.25
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[ἀγάλλομαι.]</p>'}