Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
δωρητός
δῶρον
δῶσι
δῷσι
δώσω
δωτήρ
δωτίνη
δώτωρ
δώωσι
ἔα
ἐάᾳς
ἐάᾳς
ἐά͂γη
ἐάγῃ
ἑαδότα
ἐάλη
View word page
δωτίνη

-ης, ἡ

[as δωτήρ.]

ShortDef

a gift, present

Debugging

Headword:
δωτίνη
Headword (normalized):
δωτίνη
Headword (normalized/stripped):
δωτινη
IDX:
2498
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2499
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[as δωτήρ.]</p>'}