Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
δωρητός
δῶρον
δῶσι
δῷσι
δώσω
δωτήρ
δωτίνη
δώτωρ
δώωσι
ἔα
View word page
δωρητός

[δωρέομαι.]

ShortDef

open to gifts

Debugging

Headword:
δωρητός
Headword (normalized):
δωρητός
Headword (normalized/stripped):
δωρητος
IDX:
2492
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2493
Key:

Data

{'content': '<p>[δωρέομαι.]</p>'}