Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
δωρητός
δῶρον
δῶσι
δῷσι
δώσω
δωτήρ
δωτίνη
δώτωρ
δώωσι
ἕ
View word page
δωρέομαι
[δῶρον.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δωρέομαι
Headword (normalized):
δωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
δωρεομαι
IDX:
2491
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2492
Key:
Data
{'content': '<p>[δῶρον.]</p>'}