Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
δωρητός
δῶρον
δῶσι
View word page
δῶ

aor. subj. δίδωμι.

ShortDef

house, dwelling

Debugging

Headword:
δῶ
Headword (normalized):
δῶ
Headword (normalized/stripped):
δω
IDX:
2484
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2485
Key:

Data

{'content': '<p>aor. subj. δίδωμι.</p>'}