Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
δωρητός
δῶρον
View word page
δῶ

τό

[app. = δῶμ = δῶμα.]

ShortDef

house, dwelling

Debugging

Headword:
δῶ
Headword (normalized):
δῶ
Headword (normalized/stripped):
δω
IDX:
2483
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2484
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[app. = δῶμ = δῶμα.]</p>'}