Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
δωρέομαι
View word page
δυωκαιεικοσίμετρος

[μέτρον.]

ShortDef

holding twenty-two measures

Debugging

Headword:
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized):
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized/stripped):
δυωκαιεικοσιμετρος
IDX:
2481
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2482
Key:

Data

{'content': '<p>[μέτρον.]</p>'}