Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
δώομεν
View word page
δυωδέκατος
-η
[δυώδεκα. Cf. δωδέκατος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυωδέκατος
Headword (normalized):
δυωδέκατος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκατος
IDX:
2480
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2481
Key:
Data
{'content': '<p>-η</p> <p>[δυώδεκα. Cf. δωδέκατος.]</p>'}