Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
δώῃ
δῶκα
δῶμα
View word page
δυωδεκάβοιος
[δυώδεκα + βοῦς.]
ShortDef
worth twelve oxen
Debugging
Headword:
δυωδεκάβοιος
Headword (normalized):
δυωδεκάβοιος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαβοιος
IDX:
2479
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2480
Key:
Data
{'content': '<p>[δυώδεκα + βοῦς.]</p>'}