Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
δωδέκατος
View word page
δύω
two. See δύο.
ShortDef
dunk
Debugging
Headword:
δύω
Headword (normalized):
δύω
Headword (normalized/stripped):
δυω
IDX:
2476
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2477
Key:
Data
{'content': '<p>two. See δύο.</p>'}