Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
δώδεκα
View word page
δῦτε

2 pl. aor. imp. δύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῦτε
Headword (normalized):
δῦτε
Headword (normalized/stripped):
δυτε
IDX:
2475
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2476
Key:

Data

{'content': '<p>2 pl. aor. imp. δύω.</p>'}