Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δῶ
View word page
δυσωρέομαι

[app. δυσ- 1 + ὥρη, care, concern.]

3 pl. aor. subj. δυσωρήσωνται (most MSS. -ονται, prob. the orig. form).

To keep painful watch Il. 10.183.

ShortDef

a watcher

Debugging

Headword:
δυσωρέομαι
Headword (normalized):
δυσωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσωρεομαι
IDX:
2474
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2475
Key:

Data

{'content': '<p>[app. δυσ- 1 + ὥρη, care, concern.]</p> <p>3 pl. aor. subj. δυσωρήσωνται (most MSS. -ονται, prob. the orig. form).</p> <p>To keep painful watch Il. 10.183.</p>'}