Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
View word page
δυσώνυμος
-ον
[δυσ- 1 + ὄνυμα, Aeolic form of ὄνομα.]
ShortDef
bearing an ill name, ill-omened
Debugging
Headword:
δυσώνυμος
Headword (normalized):
δυσώνυμος
Headword (normalized/stripped):
δυσωνυμος
IDX:
2473
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2474
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[δυσ- 1 + ὄνυμα, Aeolic form of ὄνομα.]</p>'}