Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
View word page
δύσω

fut. δύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσω
Headword (normalized):
δύσω
Headword (normalized/stripped):
δυσω
IDX:
2472
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2473
Key:

Data

{'content': '<p>fut. δύω.</p>'}