Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδέκατος
View word page
δύστηνος
-ον
[δυσ-. Second element obscure.]
ShortDef
wretched, unhappy, unfortunate, disastrous
Debugging
Headword:
δύστηνος
Headword (normalized):
δύστηνος
Headword (normalized/stripped):
δυστηνος
IDX:
2470
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2471
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[δυσ-. Second element obscure.]</p>'}