Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
δύω
δύω2
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
View word page
δυσπονής

[δυσ- 2 + πόνος.]

Distressing Od. 5.493.

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
δυσπονής
Headword (normalized):
δυσπονής
Headword (normalized/stripped):
δυσπονης
IDX:
2469
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2470
Key:

Data

{'content': '<p>[δυσ- 2 + πόνος.]</p> <p>Distressing Od. 5.493.</p>'}