Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
δυσώνυμος
δυσωρέομαι
δῦτε
View word page
δύσομαι
fut. mid. δύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δύσομαι
Headword (normalized):
δύσομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσομαι
IDX:
2465
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2466
Key:
Data
{'content': '<p>fut. mid. δύω.</p>'}