Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
δυσχείμερος
δύσω
View word page
δυσμενής

[δυσ- 1 + μένος.]

Dat. pl. δυσμενέεσσι Il. 5.488, Il. 10.193, Il. 22.403, etc.: Od. 3.90, Od. 14.218, Od. 17.289, etc. δυσμενέσι Il. 3.51.

ShortDef

full of ill-will, hostile

Debugging

Headword:
δυσμενής
Headword (normalized):
δυσμενής
Headword (normalized/stripped):
δυσμενης
IDX:
2462
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2463
Key:

Data

{'content': '<p>[δυσ- 1 + μένος.]</p> <p>Dat. pl. δυσμενέεσσι Il. 5.488, Il. 10.193, Il. 22.403, etc.: Od. 3.90, Od. 14.218, Od. 17.289, etc. δυσμενέσι Il. 3.51.</p>'}