Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
δυσπονής
δύστηνος
View word page
δυσκλεής

[δυσ- 1 + κλέος.]

Acc. δυσκλέα (for δυσκλεέα).

ShortDef

infamous, shameful

Debugging

Headword:
δυσκλεής
Headword (normalized):
δυσκλεής
Headword (normalized/stripped):
δυσκλεης
IDX:
2460
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2461
Key:

Data

{'content': '<p>[δυσ- 1 + κλέος.]</p> <p>Acc. δυσκλέα (for δυσκλεέα).</p>'}