Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
δυσπέμφελος
View word page
δυσκέλαδος
[δυσ- 1 + κέλαδος.]
III-sounding, evil to the ears: φόβοιο Il. 16.357.
ShortDef
ill-sounding, shrieking, discordant
Debugging
Headword:
δυσκέλαδος
Headword (normalized):
δυσκέλαδος
Headword (normalized/stripped):
δυσκελαδος
IDX:
2458
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2459
Key:
Data
{'content': '<p>[δυσ- 1 + κέλαδος.]</p> <p>III-sounding, evil to the ears: φόβοιο Il. 16.357.</p>'}