Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
δύσομαι
δυσομένου
δύσπαρις
View word page
δύσκε
3 sing. pa. iterative δύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δύσκε
Headword (normalized):
δύσκε
Headword (normalized/stripped):
δυσκε
IDX:
2457
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2458
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pa. iterative δύω.</p>'}