Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δύο
δυοκαίδεκα
δυόωσι
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
δύσμορος
View word page
δυσηλεγής

[δυσ- 2 + ἀλεγ-, ἀλεγεινός.]

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
δυσηλεγής
Headword (normalized):
δυσηλεγής
Headword (normalized/stripped):
δυσηλεγης
IDX:
2454
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2455
Key:

Data

{'content': '<p>[δυσ- 2 + ἀλεγ-, ἀλεγεινός.]</p>'}