Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δύντα
δύο
δυοκαίδεκα
δυόωσι
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμήτηρ
View word page
δύσζηλος
[δυσ- 2 + ζῆλος, jealousy.]
Apt to put a bad construction on things, suspicious Od. 6.307.
ShortDef
exceeding jealous
Debugging
Headword:
δύσζηλος
Headword (normalized):
δύσζηλος
Headword (normalized/stripped):
δυσζηλος
IDX:
2453
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2454
Key:
Data
{'content': '<p>[δυσ- 2 + ζῆλος, jealousy.]</p> <p>Apt to put a bad construction on things, suspicious Od. 6.307.</p>'}