Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δυνήσατο
δύντα
δύο
δυοκαίδεκα
δυόωσι
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
δυσμενής
View word page
δύσετο
3 sing. aor. mid. δύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δύσετο
Headword (normalized):
δύσετο
Headword (normalized/stripped):
δυσετο
IDX:
2452
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2453
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. δύω.</p>'}