Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δύνηαι
δυνήσατο
δύντα
δύο
δυοκαίδεκα
δυόωσι
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
δύσζηλος
δυσηλεγής
δυσηχής
δυσθαλπής
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δυσκλεής
δυσμενέων
View word page
δυσαριστοτόκεια
[δυσ- 1 + ἄριστος + τοκ-, τίκτω.]
ShortDef
unhappy mother of the noblest son
Debugging
Headword:
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized):
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized/stripped):
δυσαριστοτοκεια
IDX:
2451
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2452
Key:
Data
{'content': '<p>[δυσ- 1 + ἄριστος + τοκ-, τίκτω.]</p>'}