Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δυάω
δύη
δύη
δύῃ
δῦθι
δύμεναι
δύναμαι
δύναμις
δυνάσθη
δύνηαι
δυνήσατο
δύντα
δύο
δυοκαίδεκα
δυόωσι
δυσαής
δῦσαι
δυσάμμορος
δύσαντο
δυσαριστοτόκεια
δύσετο
View word page
δυνήσατο

3 sing. aor. δύναμαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυνήσατο
Headword (normalized):
δυνήσατο
Headword (normalized/stripped):
δυνησατο
IDX:
2442
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2443
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. δύναμαι.</p>'}