Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρώοιμι
δῦ
δυάω
δύη
δύη
δύῃ
δῦθι
δύμεναι
δύναμαι
δύναμις
View word page
δρυτόμος

-ου, ὁ

[δρῦς + τομ-, τάμνω.]

ShortDef

a wood-cutter

Debugging

Headword:
δρυτόμος
Headword (normalized):
δρυτόμος
Headword (normalized/stripped):
δρυτομος
IDX:
2429
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2430
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[δρῦς + τομ-, τάμνω.]</p>'}