Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρώοιμι
δῦ
δυάω
δύη
δύη
δύῃ
δῦθι
View word page
δρύοχοι

οἱ

[δρῦς + ὀχ-, ἔχω.]

ShortDef

the props

Debugging

Headword:
δρύοχοι
Headword (normalized):
δρύοχοι
Headword (normalized/stripped):
δρυοχοι
IDX:
2426
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2427
Key:

Data

{'content': '<p>οἱ</p> <p>[δρῦς + ὀχ-, ἔχω.]</p>'}