Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρώοιμι
δῦ
δυάω
View word page
δρίος
[δρῦς. For δρϝ-ος.]
ShortDef
a copse, wood, thicket
Debugging
Headword:
δρίος
Headword (normalized):
δρίος
Headword (normalized/stripped):
δριος
IDX:
2422
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2423
Key:
Data
{'content': '<p>[δρῦς. For δρϝ-ος.]</p>'}