Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρώοιμι
δῦ
View word page
δριμύς

-εῖα, -ύ.

ShortDef

piercing, sharp, keen

Debugging

Headword:
δριμύς
Headword (normalized):
δριμύς
Headword (normalized/stripped):
δριμυς
IDX:
2421
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2422
Key:

Data

{'content': '<p>-εῖα, -ύ.</p>'}