Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
δρῦς
View word page
δρήστειρα
ἡ
[fem. of δρηστήρ.]
A female servant: αἳ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν Od. 19.345. Cf. Od. 10.349.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρήστειρα
Headword (normalized):
δρήστειρα
Headword (normalized/stripped):
δρηστειρα
IDX:
2418
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2419
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[fem. of δρηστήρ.]</p> <p>A female servant: αἳ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν Od. 19.345. Cf. Od. 10.349.</p>'}