Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
δρύπτω
View word page
δρέπω

To pluck, pick off.

In mid. Od. 12.357.

ShortDef

to pluck, cull

Debugging

Headword:
δρέπω
Headword (normalized):
δρέπω
Headword (normalized/stripped):
δρεπω
IDX:
2417
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2418
Key:

Data

{'content': '<p>To pluck, pick off.</p> <p>In mid. Od. 12.357.</p>'}