Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
δρύοχοι
View word page
δρέπανον

-ου, τό

[as δρεπάνη.]

= δρεπάνη. Od. 18.368.

ShortDef

a scythe

Debugging

Headword:
δρέπανον
Headword (normalized):
δρέπανον
Headword (normalized/stripped):
δρεπανον
IDX:
2416
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2417
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[as δρεπάνη.]</p> <p>= δρεπάνη. Od. 18.368.</p>'}