Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
δρόμος
δρύϊνος
δρυμά
View word page
δρεπάνη

-ης, ἡ

[δρέπω.]

ShortDef

a sickle, reaping-hook

Debugging

Headword:
δρεπάνη
Headword (normalized):
δρεπάνη
Headword (normalized/stripped):
δρεπανη
IDX:
2415
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2416
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[δρέπω.]</p>'}