Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
δρίος
View word page
δράσσομαι

Pf. pple. δεδραγμένος.

ShortDef

to grasp

Debugging

Headword:
δράσσομαι
Headword (normalized):
δράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
δρασσομαι
IDX:
2412
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2413
Key:

Data

{'content': '<p>Pf. pple. δεδραγμένος.</p>'}