Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
δρήστειρα
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύς
View word page
δράμε
3 sing. aor. τρέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δράμε
Headword (normalized):
δράμε
Headword (normalized/stripped):
δραμε
IDX:
2411
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2412
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τρέχω.</p>'}