Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
δρέπανον
δρέπω
View word page
δράγμα

-ατος, τό

[δραγ-, δράσσομαι.]

ShortDef

as much as one can grasp, a handful, truss

Debugging

Headword:
δράγμα
Headword (normalized):
δράγμα
Headword (normalized/stripped):
δραγμα
IDX:
2407
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2408
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[δραγ-, δράσσομαι.]</p>'}