Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
δρεπάνη
View word page
δόχμιος

= δοχμός.

In neut. pl. δόχμια as adv., across-hill: ἄναντα κάταντα πάραντά τε δ. τε Il. 23.116 (hardly to be distinguished from πάραντα).

ShortDef

across, athwart, aslant

Debugging

Headword:
δόχμιος
Headword (normalized):
δόχμιος
Headword (normalized/stripped):
δοχμιος
IDX:
2405
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2406
Key:

Data

{'content': '<p>= δοχμός.</p> <p>In neut. pl. δόχμια as adv., across-hill: ἄναντα κάταντα πάραντά τε δ. τε Il. 23.116 (hardly to be distinguished from πάραντα).</p>'}