Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
δράω
View word page
δοῦσα

aor. pple. fem. δίδωμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοῦσα
Headword (normalized):
δοῦσα
Headword (normalized/stripped):
δουσα
IDX:
2404
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2405
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. fem. δίδωμι.</p>'}