Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
δράγμα
δραγμεύω
δραίνω
δράκων
δράμε
δράσσομαι
δρατός
View word page
δουρός

genit. δόρυ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρός
Headword (normalized):
δουρός
Headword (normalized/stripped):
δουρος
IDX:
2403
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2404
Key:

Data

{'content': '<p>genit. δόρυ.</p>'}