Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄβρομος
ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
ἄγαμος
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
View word page
ἀγάλλω
(ἐπ-.)
ShortDef
to make glorious, glorify, exalt
Debugging
Headword:
ἀγάλλω
Headword (normalized):
ἀγάλλω
Headword (normalized/stripped):
αγαλλω
IDX:
23
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.24
Key:
Data
{'content': '<p>(ἐπ-.)</p>'}