Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
δουρός
δοῦσα
δόχμιος
δοχμός
View word page
δουράτεος
[δουρατ-, δόρυ.]
ShortDef
of planks
Debugging
Headword:
δουράτεος
Headword (normalized):
δουράτεος
Headword (normalized/stripped):
δουρατεος
IDX:
2396
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2397
Key:
Data
{'content': '<p>[δουρατ-, δόρυ.]</p>'}