Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικτητός
δουροδόκη
View word page
δουλοσύνη

-ης, ἡ

[as δούλειος.]

Slavery Od. 22.423.

ShortDef

slavery, slavish work

Debugging

Headword:
δουλοσύνη
Headword (normalized):
δουλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνη
IDX:
2392
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2393
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[as δούλειος.]</p> <p>Slavery Od. 22.423.</p>'}