Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρικλυτός
View word page
δούλιος

= δούλειος· δούλιον ἦμαρ. See ἦμαρ 4.c.

ShortDef

slavish, servile

Debugging

Headword:
δούλιος
Headword (normalized):
δούλιος
Headword (normalized/stripped):
δουλιος
IDX:
2390
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2391
Key:

Data

{'content': '<p>= δούλειος· δούλιον ἦμαρ. See ἦμαρ 4.c.</p>'}