Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
View word page
δότω

3 sing. aor. imp. δίδωμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δότω
Headword (normalized):
δότω
Headword (normalized/stripped):
δοτω
IDX:
2387
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2388
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. imp. δίδωμι.</p>'}