Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
View word page
δοτήρ

-ῆρος, ὁ

[δο-, δίδωμι.]

ShortDef

a giver, dispenser

Debugging

Headword:
δοτήρ
Headword (normalized):
δοτήρ
Headword (normalized/stripped):
δοτηρ
IDX:
2386
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2387
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[δο-, δίδωμι.]</p>'}