Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοσύνη
δοῦναι
δουπέω
δοῦπος
View word page
δότε
aor. imp. pl. δίδωμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δότε
Headword (normalized):
δότε
Headword (normalized/stripped):
δοτε
IDX:
2385
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2386
Key:
Data
{'content': '<p>aor. imp. pl. δίδωμι</p>'}