Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
δούλη
View word page
δόρπον
-ου, τό.
ShortDef
the evening meal
Debugging
Headword:
δόρπον
Headword (normalized):
δόρπον
Headword (normalized/stripped):
δορπον
IDX:
2379
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2380
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}