Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
δότω
δούλειος
View word page
δορπέω
[δόρπον.]
ShortDef
to take supper
Debugging
Headword:
δορπέω
Headword (normalized):
δορπέω
Headword (normalized/stripped):
δορπεω
IDX:
2378
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2379
Key:
Data
{'content': '<p>[δόρπον.]</p>'}